Το αρχικό έναυσμα για τη διδακτορική μου διατριβή, Working-Class Movements (1780s-1930s): A European Macro-Historical Analytical Framework and a Greek Case Study, προήλθε από μια δυσάρεστη παρατήρηση: παρότι τα εργατικά κινήματα αποτελούν οντότητες καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση της ευρωπαϊκής πολιτικής και κοινωνίας του 19ου και 20ού αιώνα, ο κλάδος της συγκριτικής πολιτικής δεν έχει ακόμη αναπτύξει επαρκείς αναλυτικές
έννοιες και συγκριτικά θεωρητικά πλαίσια για τη μελέτη τους. Παρά τη μεγάλη πρόοδο που σημειώθηκε κατά τις τελευταίες δυο δεκαετίες σε συναφή γνωστικά αντικείμενα (π.χ., συγκρότηση της εργατικής τάξης, πολιτική των ομάδων πίεσης, νέα κοινωνικά κινήματα), τα εργατικά κινήματα εξακολουθούν να παραμένουν «γνώριμοι άγνωστοι». Ως αποτέλεσμα, ο τρόπος με τον οποίον προσεγγίζουμε τη μελέτη τους πάσχει από δυο ειδών κερματισμούς. είτε τα εργατικά κινήματα μελετώνται σε εθνική βάση χωρίς επαρκή προσοχή στο πανευρωπαϊκό συγχρονικό γίγνεσθαι, είτε η προσοχή εστιάζεται αποκλειστικά στα εργατικά κινήματα χωρίς παράλληλη ανάλυση του συνολικού κοινωνικοοικονομικού και πολιτικο-θεσμικού πλαισίου μέσα στο οποίο λειτουργούν. Και οι δυο μορφές κερματισμού περιορίζουν το εύρος της κατανόησής μας, ενώ η πρώτη έχει το επιπλέον μειονέκτημα να στρέφει την προσοχή σχεδόν αποκλειστικά στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, με αποτέλεσμα η εμπειρία χωρών όπως η Ελλάδα να παραγνωρίζεται.
Επιχειρώντας μια συμβολή στην υπέρβαση των προβλημάτων αυτών, το Α’ Μέρος της διατριβής επιχειρεί να συγκροτήσει αναλυτικές έννοιες και ένα θεωρητικό πλαίσιο για την αναγνώριση και συγκριτική αποτίμηση της φύσης και της αναπτυξιακής τροχιάς εργατικών κινημάτων σε διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά και πολιτικο-θεσμικά περιβάλλοντα του Ευρωπαϊκού χώρου κατά το 19ο και πρώιμο 20ό αιώνα, μέχρι το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το μέρος αυτό βασίζεται στην κριτική ανάλυση ενός ευρέως φάσματος δευτερογενών πηγών.
Το Β’ Μέρος, το οποίο στηρίζεται σε εκτεταμένη πρωτογενή έρευνα, εστιάζεται στην εμπειρία του ελληνικού εργατικού κινήματος, από την περίοδο της πρώτης του εμφάνισης κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1870, μέχρι το 1936 όταν επιβλήθηκε η δικτατορία Μεταξά. Επέλεξα την ελληνική περίπτωση για επισταμένη μελέτη τόσο γιατί το ελληνικό εργατικό κίνημα per se όσο και ο νοτιοευρωπαϊκός τύπος εργατικής ανάπτυξης του οποίου η ελληνική περίπτωση αποτελεί χαρακτηριστική έκφανση δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς. Η ανάληψη επισταμένης περιπτωσιολογικής μελέτης (case study) ήταν απαραίτητη προκειμένου να διερευνηθούν σε βάθος το οικονομικό, πολιτικό, και κοινωνικό περιβάλλον που θεωρώ ότι επηρεάζουν καθοριστικά την ανάπτυξη των εργατικών κινημάτων.
Η πρωτογενής έρευνα στην Ελλάδα υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολη (τα περισσότερα τεκμήρια του ελληνικού εργατικού κινήματος βρίσκονται ακόμα σε σκονισμένες αποθήκες και υπόγεια), αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και, πιστεύω, αποτελεσματική. Στο πλαίσιο της προσπάθειας για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αξιοποίηση των ερευνητικών μου ευρημάτων, οδηγήθηκα στη συγγραφή ενός τρίτου τόμου-παράρτημα για το μεσoπολεμικό διεκδικητικό κίνημα (μια τράπεζα δεδομένων από εργατικές κινητοποιήσεις και κρατικές κατασταλτικές παρεμβάσεις καθώς και ένα ποσοτικό μοντέλο για τη μέτρησή τους), με την ελπίδα ότι έτσι δημιουργώ μια στέρεα εμπειρική βάση την οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και άλλοι μελετητές.
Ωστόσο, ούτε το Β’ Μέρος της διατριβής που εστιάζεται στην Ελλάδα ούτε ο ποσοτικός τόμος θα ήταν δυνατοί χωρίς την εννοιολογική ανάλυση που γίνεται στο Α‘ Μέρος. Αυτό ενδυνάμωσε την άποψή μου ότι, για να είναι επωφελής, η μελέτη της σύγχρονης Ελλάδας πρέπει να διεξάγεται μέσα από ένα συγκριτικό θεωρητικό πρίσμα. Οι συγκριτικές θεωρητικές έννοιες που ανέπτυξα στο Α’ Μέρος έστρεψαν την προσοχή μου στην οργανωτικά αδιόρατη συγκρουσιακότητα που το ελληνικό εργατικό κίνημα επέδειξε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του. Όπως συνέβαινε και με άλλα εργατικά κινήματα της νότιας και ανατολικής Ευρώπης, αυτό που διέκρινε την εργατική συλλογικότητα δεν ήταν τόσο η θεσμοθετημένη οργάνωση όσο η έκνομη δράση.
Μετά από αυτή τη γενική περιγραφή του χαρακτήρα της διατριβής, προχωρώ τώρα στην επιγραμματική παρουσίαση των περιεχομένων του κάθε μέρους.

            Το Α’ Μέρος ξεκινά με εξέταση της συναφούς βιβλιογραφίας, μια εκτενή διερεύνηση του προβλήματος του ορισμού (θεωρώ ότι βασική αιτία της υπο-εννοιολόγησης των εργατικών κινημάτων είναι η τάση μας να περιλαμβάνουμε είτε πάρα πολλά είτε πολύ λίγα γνωρίσματα στο βάθος του όρου «εργατικό κίνημα»), και τη λεπτομερή παρουσίαση των αναλυτικών μου εννοιών. Μετά την αναγνώριση και τον ορισμό τεσσάρων μορφών εργατικών ιδεολογιών (με τη χρονική σειρά εμφάνισής τους στον Ευρωπαϊκό χώρο, πρωτο-επαναστατικές, τρεϊντγιουνιονιστικές, επαναστατικές, ρεφορμιστικές) και τριών ευρέων οργανωτικών κρυσταλλώσεων (σε αύξοντα βαθμό θεσμοθέτησης, πληβειακές-ρευστές, δημοψηφισματικές-φορμαλιστικές, θεσμοθετημένες-ορθολογικές), συγκροτώ μια ιστορική τυπολογία εργατικών κινημάτων (Γράφημα 1).

Στη συνέχεια, εξετάζοντας τη ιστορική διαδοχή των τύπων που τα διάφορα εργατικά κινήματα διανύσαν κατά το διάστημα από την αρχική τους εμφάνιση μέχρι το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, εννοιολογώ τέσσερις διαφορετικές αναπτυξιακές τροχιές (βλ. Γράφημα 2).
  
Γράφημα 2: Αναπτυξιακές τροχιές Ευρωπαϊκών εργατικών κινημάτων (1800-1914)
Διαδοχή τύπων
Τύπος
Τροχιάς
Χώρα/Περιοχή
Πρωτο-επαναστατικό-Πληβειακό à Τρεϊντγιουνιονιστικό-Ορθολογικό à Ρεφορμιστικό-Ορθολογικό
Ασυνεχής-Ετεροβαρής
Βρετανία
Πρωτο-επαναστατικό-Πληβειακό/(Ρεφορμιστικό-Πληβειακό) à (Επαναστατικό-Ορθολογικό à) Ρεφορμιστικό-Ορθολογικό
Συνεχής-Συμμετρική
Βορειοδυτική και Κεντρική Ευρώπη
Πρωτο-επαναστατικό-Πληβειακό à Επαναστατικό-Φορμαλιστικό
Συνδυασμένη-Ανισόμερη
Νότα Ευρώπη
(Πρωτο-επαναστατικό-Πληβειακό) à Επαναστατικό-Πληβειακό
Επάλληλη-Ανάστροφη
Ανατολική Ευρώπη
           
            Η ορολογία που χρησιμοποιώ στοχεύει στην ανάδειξη (α) των ιστορικά διαφορετικών βαθμών σύμπτωσης τύπων/φάσεων (ασυνεχής, συνεχής, συνδυασμένη, επάλληλη), και (β) της ύπαρξης ή όχι ισορροπίας ανάμεσα σε οικονομικά και πολιτικά αιτήματα. «Ετεροβαρής» αποκαλείται η τροχιά που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία οικονομικών αιτημάτων, ενώ «συμμετρική» είναι εκείνη στην οποία οικονομικά και πολιτικά αιτήματα ανακύπτουν ισόρροπα. Η «ανισόμερη» και η «ανάστροφη» είναι τροχιές στις οποίες, σε διαφορετικούς βαθμούς, τα πολιτικά αιτήματα έχουν την πρωτοκαθεδρία (στην περίπτωση της «ανάστροφης» τροχιάς η κυριαρχία των πολιτικών αιτημάτων είναι σχεδόν πλήρης).
            Το δεύτερο κεφάλαιο στρέφεται σε μια συγκριτική-ιστορική επεξήγηση αυτών των φαινομένων. Συνοπτικά, υποστηρίζω πως η άρθρωση μιας χώρας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα επηρεάζει καθοριστικά τη δυνατότητα των εθνικών ελίτ να κινητοποιούν πόρους για την επίτευξη γενικεύσιμων στόχων και να πραγματοποιούν ουσιαστικές κοινωνικοπολιτικές μεταρρυθμίσεις, εν συντομία το μεταρρυθμιστικό δυναμικό τους. Ενώ, ιστορικά, οι ελίτ των κεντρικών χωρών συσσώρευσαν (και στη συνέχεια ενεργοποίησαν) ένα υψηλό μεταρρυθμιστικό δυναμικό για την εγκαθίδρυση «ανεκτικών -προς το εργατικό κίνημα- καθεστώτων» (Tilly), οι ελίτ στην περιφέρεια και ημιπεριφέρεια δεν επέτυχαν συσσωρεύσεις ικανές να τους επιτρέψουν να κάνουν το ίδιο. Αποτέλεσμα υπήρξε η ανάδυση εξακολουθητικά «καταπιεστικών καθεστώτων» και ενός αρνητικού εργατικού περιβάλλοντος (τόσο κοινωνικά όσο και πολιτικά). Αυτή η διαφορετική δυνατότητα των ελίτ επηρέασε τη δημιουργία διαφορετικών τύπων εργατικών κινημάτων τόσο από πλευράς ιδεολογικής και οργανωτικής συγκρότησης όσο και από πλευράς των αναπτυξιακών τους τροχιών. Στις κεντρικές χώρες, τα εργατικά κινήματα έτειναν προς τον ιδεολογικό ρεφορμισμό και τον οργανωτικό ορθολογισμό (με τη Βεμπεριανή έννοια), ενώ στην περιφέρεια και ημι-περιφέρεια (όπου ανήκει και η Ελλάδα) τα κινήματα, που χρονικά εμφανίστηκαν πολύ αργότερα, έτειναν προς την ιδεολογική επαναστατικότητα χωρίς να καταφέρουν να υπερβούν τις έντονες οργανωτικές τους αδυναμίες (περιορισμένη θεσμοθέτηση, χαμηλή οργανωτική πυκνότητα, κ.λπ.). Σε γενικές γραμμές, οι στόχοι των κεντρικών κινημάτων χαρακτηρίζονταν από ισορροπία ανάμεσα σε οικονομικά και πολιτικά αιτήματα, ενώ οι στόχοι των περιφερειακών και ημιπεριφερειακών κινημάτων κυριαρχούνταν από την πολιτική.
            Το επιχείρημα εικονογραφείται στο Γράφημα 3 (οι παρενθέσεις δείχνουν τύπους κινημάτων που η ιστορική τους ύπαρξη παραμένει συζητήσιμη).



  Έχοντας διερευνήσει στο δεύτερο κεφάλαιο τη διαδικασία ανάδυσης των διαφόρων τύπων εργατικών κινημάτων κατά την περίοδο 1800-1914, στο τρίτο κεφάλαιο στρέφομαι στην ανάλυση του τρόπου με τον οποίο ο κάθε τύπος αντέδρασε στα κολοσσιαία γεγονότα της περιόδου 1914-1933 (Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Οκτωβριανή επανάσταση, οικονομικό κραχ του 1929). Η ανάλυσή μου βασίζεται στην παρατήρηση πως ενώ τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν εξωτερικές επιδράσεις αντίρροπες προς τις συστημικές προδιαθέσεις των κεντρικών ρεφορμιστικών-ορθολογικών κινημάτων, συνιστούσαν -αντίθετα- ισχυρή συστημική επιβεβαίωση των δομικών τάσεων των επαναστατικών-φορμαλιστικών και επαναστατικών-πληβειακών κινημάτων της νότιας και ανατολικής Ευρώπης.
     Δείχνω ότι ενώ στη Βρετανία το εξωτερικό σοκ απορροφήθηκε σχετικά εύκολα, στη Γερμανία η ρεφορμιστική συστημική διάταξη που επικρατούσε κατά την περίοδο πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κυριολεκτικά κατέρρευσε. Στη Γαλλία, ενώ η επίδραση του πολέμου και της Οκτωβριανής επανάστασης απορροφήθηκαν, το οικονομικό κραχ προκάλεσε σημαντικές αναστατώσεις που εξακολουθούσαν να χαρακτηρίζουν την εσωτερική ζωή του Γαλλικού κινήματος μέχρι και το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου . Στην Ισπανία ο συνδυασμός των τριών εξωτερικών παραγόντων προκάλεσε την επανάσταση της δεκαετίας του 1930, ενώ στην Ιταλία την επαναστατική των αρχών της δεκαετίας του 1920. Στην ανατολική Ευρώπη, τέλος, το εξαιρετικά μικρό μέγεθος της εργατικής τάξης, τα αυξημένα οργανωτικά προβλήματα του εργατικού κινήματος και η αποτυχία των εργατικών ηγεσιών να δημιουργήσουν λειτουργικές συμμαχίες με τους αγρότες και τις εθνικές μειονότητες απέτρεψαν το ξέσπασμα παρόμοιων επαναστάσεων. Υποστηρίζω πως η αυξημένη οργανωτική πληβειακότητα της περιόδου μετά το 1920 βρίσκεται στη βάση του Σταλινικού εκφυλισμού του σοβιετικού καθεστώτος στη Ρωσία.

Το Β’ Μέρος της διατριβής επιχειρεί μια συστηματική ανάλυση της συνδυασμένης και ανισόμερης αναπτυξιακής τροχιάς του ελληνικού εργατικού κινήματος. Το μέρος αυτό αποτελείται από τέσσερις ενότητες.
     Οι πρώτες δυο διερευνούν τους δομικούς επικαθορισμούς του κινήματος. παραλληλίζω τη μορφολογία της ανάλυσης με μια κίνηση δια μέσου ομόκεντρων κύκλων, από έναν εξωτερικό/συστημικό-γενικό (Ενότητα Πρώτη, κεφάλαια Ι-ΙΙΙ) σε έναν εσωτερικό/συγκυριακό-σύνεγγη (Ενότητα Δεύτερη, κεφάλαια IV-V).
     Το Κεφάλαιο Ι εστιάζεται στην άρθρωση της Ελλάδας στο παγκόσμιο σύστημα και στην επίδραση που αυτή είχε στο χαρακτήρα και τις δραστηριότητες των κοινωνικοοικονομικών ελίτ. Υποστηρίζω πως, ανταποκρινόμενες στις ευκαιρίες και προσαρμοζόμενες στους περιορισμούς της συγκυρίας και της διεθνούς δομής των οικονομικών ευκαιριών, οι ελληνικές ελίτ ακολούθησαν πρακτικές που οδήγησαν στη δημιουργία ενός αδύναμου, επιρρεπούς σε κρίσεις, ημιπεριφερειακού συστήματος, που χαρακτηριζόταν από χαμηλής απόδοσης μικροϊδιοκτητική αγροτική παραγωγή και αδύναμη εκβιομηχάνιση. Κατά τη μεσοπολεμική περίοδο η κατάσταση δεν άλλαξε. Η κερδοσκοπία μέσω επενδύσεων στην ελαφρά και δασμολογικά προστατευόμενη βιομηχανία (κυρίως στη βάση μιας πολιτικής υποκατάστασης εισαγωγών), χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων και παραδοσιακών εμπορικών συναλλαγών, ούτε το σύστημα ενδυνάμωσαν ούτε βοήθησαν τις ελίτ να συσσωρεύσουν επαρκές μεταρρυθμιστικό δυναμικό. Με τη σειρά του, αυτό επέτεινε την ιστορική τους τάση για βραχυπρόθεσμες (συχνά καιροσκοπικές) οικονομικές πρακτικές και μείωσε περαιτέρω το ενδιαφέρον τους για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.
     Το Κεφάλαιο ΙΙ εξετάζει τις πολιτικο-θεσμικές εκφάνσεις του αδύναμου συστήματος. Σε αντίθεση με την εμπειρία κεντρικών δυτικοευρωπαϊκών χωρών, η πρώιμη υιοθέτηση του κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα δεν αντιπροσώπευε παρά την επισφαλή θεσμοθέτηση παραδοσιακών δικτύων πατρωνίας και των επακόλουθων κάθετων δομών αντιπροσώπευσης. Έτσι, παρά την ύπαρξη ενός βαθμού πολιτικής σταθερότητας (ή, καλύτερα, μιας ασταθούς πολιτικής ισορροπίας), το πολιτικό σύστημα που προήλθε έπασχε τόσο από εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς και νεποτισμού όσο και από ένα ευρύ φάσμα ριζοσπαστικών και μαζικών μορφών πραιτοριανισμού (κατά την ορολογία του Huntington). Ο ρόλος του στρατού ήταν επίσης κεντρικός. Ως αποτέλεσμα, η μεσοπολεμική αβασίλευτη δημοκρατία (1924-1935) χαρακτηριζόταν από ένα έντονο δημοκρατικό έλλειμμα χονδρικά ανάλογο του μεταρρυθμιστικού ελλείμματος που χαρακτήριζε το κοινωνικοοικονομικό σύστημα.
     Το Κεφάλαιο ΙΙΙ εξετάζει την κοινωνική δομή, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη διαδικασία της συγκρότησης εργατικής τάξης. Επιγραμματικά υποστηρίζω ότι παρά την αδιαμφισβήτητα ετερογενή και κερματισμένη εσωτερική διάρθρωση της εργατικής τάξης και την ύπαρξη ενός πολυπληθούς τμήματος εργαζόμενων φτωχών στον άτυπο τομέα της οικονομίας («στατιστική ταξική συγκρότηση» κατά την έννοια του Katznelson), η συγκρότηση εργατικής τάξης (ως κοινές συλλογικές προδιαθέσεις και συλλογική δράση) προχώρησε σημαντικά κατά τη μεσοπολεμική περίοδο, αν και όχι ευθύγραμμα και ασφαλώς όχι κατά τα πρότυπα των κεντρικών δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Τα τεκμήρια που χρησιμοποιώ για να στηρίξω την άποψή μου περιλαμβάνουν ανάλυση του εργατικού λόγου και της υφής του διεκδικητικού κινήματος.
     Η Δεύτερη Ενότητα αναλύει το ελληνικό εργατικό περιβάλλον τόσο μέσα από το πρίσμα της τυπικής νομικής του διάστασης όσο και της πρακτικής των ελίτ και του κράτους. Το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον (μισθοί, κατοικία, δημόσια υγιεινή, κοινωνική ανομία, και τα συγκεκριμένα κλαδικά αιτήματα των βασικών εργατικών κλάδων) εξετάζονται στο Κεφάλαιο IV, ενώ το Κεφάλαιο V εξετάζει το πολιτικο-θεσμικό περιβάλλον (που περιλαμβάνει στοιχεία όπως η κρατική ανάμειξη στη ζωή των συνδικάτων και η κρατική κατασταλτικότητα). Καταδεικνύεται ότι, και στις δυο διαστάσεις του, το εργατικό περιβάλλον ήταν αρνητικό παρά την ύπαρξη τυπικά προοδευτικής νομοθεσίας.
     Ενώ αυτό δεν ήταν στις αρχικές μου προθέσεις, η Δεύτερη Ενότητα είναι εξαιρετικά εκτενής. Όταν ξεκίνησα την έρευνα για την ελληνική περίπτωση περίμενα τα δυο μέρη τη διατριβής να είναι περίπου ισομερή. Όμως το τμήμα του κειμένου που ασχολείται με τα συγκεκριμένα προβλήματα των εργατικών στρωμάτων (ιδιαίτερα το Κεφάλαιο IV) σύντομα πήρε μια δική του δυναμική την οποία δεν προσπάθησα να περιορίσω, μια και θεωρώ ότι τα λεπτομερή του ευρήματα μπορούν και να εμπλουτίσουν την ελληνική κοινωνική ιστορία (σε ένα χώρο που δυστυχώς παραμένει ακόμα σχετικά άγνωστος) αλλά και να συμβάλλουν μεθοδολογικά στη διεξαγωγή έρευνας στην εργατική ιστορία άλλων χωρών.
     Οι υπόλοιπες δυο ενότητες εστιάζονται στο εργατικό κίνημα per se. Η Τρίτη Ενότητα (Κεφάλαια VI και VII) αναλύει τη συνδυασμένη-ανισόμερη αναπτυξιακή τροχιά του ελληνικού εργατικού κινήματος από την πρωτο-επαναστατική πληβειακότητα (1880-1918, Κεφάλαιο VI) στον επαναστατικό φορμαλισμό (1918-1936, Κεφάλαιο VII).
     Λόγω της ύστερης εκβιομηχάνισης, εργατικό κίνημα εμφανίστηκε στην Ελλάδα αργά, μόλις κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, πρώτα στην Ερμούπολη, και στη συνέχεια στην Αθήνα, στα μεταλλουργεία του Λαυρίου, και στα σταφιδοεξαγωγικά κέντρα της βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Το κίνημα αυτό πέρασε σε νέα φάση με την προσάρτηση των Νέων Χωρών το 1912-13, μια και οι περιοχές αυτές αποτελούσαν παραδοσιακή βάση μαζικών καπνεργατικών σωματείων και διεθνιστικών πολιτικών οργανώσεων (ειδικά της Fedración Socialista Laboradera). Η έντονη συνδικαλιστική και πολιτική ζύμωση που προκλήθηκε οδήγησε το Νοέμβριο του 1918 στη δημιουργία της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ) και του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος (ΣΕΚΕ, που μετονομάστηκε σε ΚΚΕ το 1924).
     Η κατασταλτική στάση του κράτους και ο άτυπος χαρακτήρας της αγοράς εργασίας συνέχισαν να επηρεάζουν τη μορφολογία του εργατικού κινήματος και κατά την περίοδο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Παρότι μόνο μια μικρή μειοψηφία της εργατικής τάξης συμμετείχε σε συνδικαλιστικές οργανώσεις (ποτέ πάνω από την οροφή του 20%), το εργατικό κίνημα χαρακτηριζόταν από μια εκρηκτική, αν και άνιση, δυναμική η οποία δεν έπαψε ποτέ να απασχολεί τους κρατικούς φορείς. Χαρακτηριστική έκφανση αυτής της δυναμικής ήταν ο τρόπος με τον οποίο μικρές συγκρούσεις έτειναν να προσλαμβάνουν διαστάσεις χιονοστιβάδας (π.χ. Βόλος 1921, Πειραιάς 1923, Τρίκαλα 1925, Αγρίνιο 1926, Καβάλα 1933, Ηράκλειο 1935, Θεσσαλονίκη 1936). Οι συγκρούσεις αυτές, ωστόσο, σπάνια προσπόριζαν οργανωτικά οφέλη για το θεσμοθετημένο συνδικαλιστικό κίνημα, ή εκλογικά κέρδη για το ΚΚΕ. Καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου ο αριθμός των συνδικαλισμένων εργατών παρέμεινε μικρός, ενώ η πλειοψηφία των εργατών ψήφιζαν υπέρ των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων, του Φιλελεύθερου και του Λαϊκού.
     Αυτό άρχισε να αλλάζει στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν οι πρόσφυγες εργάτες άρχισαν να ξεπερνούν τις αυταπάτες τους στο Βενιζελισμό και το βάθος της οικονομικής κρίσης άρχισε να προκαλεί γενικευμένη αναστάτωση. Η λαϊκή ριζοσπαστικοποίηση ήταν ιδιαίτερα ορατή στον αυξημένο αριθμό των τοπικών-γενικών απεργιών. Ενώ μόλις επτά τέτοιες απεργίες είχαν ξεσπάσει την περίοδο 1919-1933, το 1934 έγιναν οκτώ, το 1935 τέσσερις, και ο αριθμός εκτινάχθηκε σε δεκαεπτά τους πρώτους οκτώ μήνες του 1936. Το καθεστώς Μεταξά, που επιβλήθηκε μετά την ύφεση του κύματος αναταραχής που είχε κορυφωθεί με τη γενική απεργία της 13ης Μαΐου 1936, συνέτριψε το οργανωμένο κίνημα χωρίς, ωστόσο, να εξαφανίσει την οργανωτικά αδιόρατη συγκρουσιακή του δυναμική. Έτσι, κατά τα χρόνια της Ναζιστικής κατοχής, οι εργάτες έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη συγκρότηση του ΕΑΜ και στην ανάληψη αντικατοχικής δράσης.
     Η Ενότητα Τέσσερα διερευνά σε βάθος στοιχεία τα οποία θεωρώ καθοριστικά για την πληρέστερη κατανόηση της μεσοπολεμικής ελληνικής εμπειρίας. Αυτά περιλαμβάνουν τα εξής:
     Την εξέταση του εσωτερικού θεσμικού χώρου του κινήματος, μιας έννοιας που εισάγεται στο πρώτο μέρος της διατριβής και που αναφέρεται στην ισορροπία πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό του συνδικαλιστικού κινήματος (Κεφάλαιο VIII). Το βασικό στοιχείο το οποίο προκύπτει από αυτή την ανάλυση είναι η αδυναμία του ιδεολογικού ρεφορμισμού.
     Το Κεφάλαιο IX διερευνά τη φορμαλιστική οργανωτική υφή του εργατικού κινήματος, που χαρακτηριζόταν από στοιχεία όπως η αδυναμία διεξαγωγής τακτικών συνδικαλιστικών συνεδρίων, η αδυναμία τακτικής συλλογής συνδικαλιστικών συνδρομών, η ύπαρξη μικρού αριθμού επαγγελματικών συνδικαλιστικών στελεχών, κ.λπ..
     Το Κεφάλαιο X, τέλος, εστιάζεται στο ρόλο της πολιτικής του ΚΚΕ ως παράγοντα καθοριστικής σημασίας για την πλήρη επεξήγηση των εξελίξεων. Δίνεται έμφαση στην επίδραση της πολιτικής της «Τρίτης Περιόδου/ Σοσιαλφασισμού» (1928-1934), που διέσπασε το συνδικαλιστικό κίνημα, και της διάδοχης πολιτικής των «Λαϊκών Μετώπων» (η οποία υιοθετήθηκε από την Comintern το 1934/35), που επιδίωκε περιορισμό των διεκδικητικών δράσεων μέσα στα όρια της αστικής νομιμότητας. Υποστηρίζω ότι αμφότερες οι πολιτικές λειτούργησαν ανασταλτικά.

     Ο τόμος του ποσοτικού παραρτήματος αποτελείται από μια λεπτομερή χρονολογική καταγραφή εργατικών κινητοποιήσεων και κατασταλτικών παρεμβάσεων κατά την περίοδο 1919-1936, και ένα ποσοτικό μοντέλο για τη μέτρηση τριών βασικών διαστάσεων του εργατικού κινήματος: της μαχητικότητας και της εμβέλειας που επέδειξε, και της καταστολής που υπέστη. Ως «μαχητικότητα» όρισα επιχειρησιακά το χαρακτηριστικό γνώρισμα εργατικών διεκδικητικών υποκειμένων να αναλαμβάνουν μη συμβατική συλλογική δράση που συνεπάγεται προσωπικούς και οικογενειακούς κινδύνους∙ ως «καταστολή» τη χρήση φυσικής βίας από το κράτος εναντίον ατόμων που συμμετέχουν σε εργατικές κινητοποιήσεις· και ως «εμβέλεια» το χαρακτηριστικό μερικών απεργιών να υπερβαίνουν τον τοπικό κλάδο στον οποίο ξεσπούν και να επεκτείνονται σε πανεθνική κλίμακα ή σε άλλους κλάδους.
     Για τη μέτρηση των τριών αυτών διαστάσεων δημιούργησα μετρικές κλίμακες αποδίδοντας διαφορετικές ποσοτικές τιμές στα παρακάτω φαινόμενα: συλλαλητήρια, πορείες, σύντομες απεργίες, απεργίες μακράς διάρκειας, σύντομες καταλήψεις, καταλήψεις μακράς διάρκειας, ταραχές, και εξεγέρσεις (μαχητικότητα)· δυναμικές διαλύσεις συγκεντρώσεων, συλλήψεις, τραυματισμούς, φόνους, μαζικούς φόνους (καταστολή)· και τοπικές απεργίες, μερικές-κλαδικές απεργίες, εθνικές-κλαδικές απεργίες, τοπικές-γενικές απεργίες, και εθνικές-γενικές απεργίες (εμβέλεια). Επεξεργάστηκα τα αριθμητικά αποτελέσματα στη βάση μιας σειράς δεικτών που δημιούργησα, και που αποτυπώνουν ένα ευρύ φάσμα πλευρών των υπό εξέταση φαινομένων, όπως τη συχνότητα και την ένταση της καταστολής, τα επίπεδα και το χαρακτήρα της μαχητικότητας, και τις αυξομειώσεις της εμβέλειας. Η παρουσίαση των ευρημάτων περιλαμβάνει λεπτομερή ανάλυση των στοιχείων για κάθε χρόνο από το 1919 ως το 1936, ενώ η ερμηνεία τους γίνεται στη βάση πρωτογενούς αρχειακού υλικού.
     Η έρευνα για το ελληνικό τμήμα της διατριβής διεξήχθη στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη και Καβάλα, δυο βασικά κέντρα εργατικής δραστηριότητας κατά τη μεσοπολεμική περίοδο. Στο Λονδίνο (Kew) εξέτασα τα αρχεία του Foreign Office, ενώ είχα την ευκαιρία να ερευνήσω ένα μεγάλο τμήμα των αρχείων της Comintern (Ελληνικό Τμήμα) και του Αμερικανικού State Department. Η έρευνά μου περιέλαβε (α) λεπτομερή καταγραφή ημερήσιου και περιοδικού Τύπου και άλλες πρωτογενείς πηγές (επίσημες πηγές του ΚΚΕ και απομνημονεύματα βετεράνων του εργατικού κινήματος)· (β) συστηματική εξέταση συναφών δευτερογενών πηγών (δημοσιευμένες ιστορίες του ΚΚΕ και του εργατικού κινήματος, και ιστορίες τοπικών εργατικών κινημάτων)· και (γ) εκτενή διερεύνηση μιας σειράς αρχειακών πηγών. Αυτές ήταν οι παρακάτω:

·       State Department National Archives, Ουάσινγκτον
·       Public Record Office, Archives of the Foreign Office, Λονδίνο (Kew)
·       Αρχεία Κομμουνιστικής Διεθνούς-Ελληνικό Τμήμα, Μόσχα
·       Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ) Αθήνα
·       Αρχεία της Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη
·       Αρχεία της Πανελλαδικής Καπνεργατικής Ομοσπονδίας, Θεσσαλονίκη
·       Αρχείο Υπαλλήλων Μακεδονικού Σιδηροδρόμου, Θεσσαλονίκη
·       Αρχείο Μεταξά (ΓΑΚ), Αθήνα
·       Συλλογή Βλαχογιάννη (ΓΑΚ), Αθήνα
·       Αρχείο Γιαννιού, Αθήνα
·       Αρχείο Τανούλα, Αθήνα